κρυώνεις μάτια μου ;
πες μου κρυώνεις ;
εκείνο δε μίλησε μονάχα κοιτούσε
δυο κόγχες για μάτια τριγύρω σιωπή
και φύσαγε ο αέρας και λυσσομανούσε
αυτό εκεί αγέρωχο, αλλ`από ντροπή
πονάς αγάπη μου ;
πες μου πονάς ;
πληγή που δεν έκλεισε μα αιμορραγούσε
ζερβά απ`το μέτωπο κοντά στα μαλλιά
και θέριευε ο άνεμος με μένος ζητούσε
να πάρει ξοπίσω του 'ανθρώπου' μιλιά
αυτό στη σκοπιά του φρουρός στη σοδία
μετρούσε τ`αστέρια τα μαύρα πουλιά
μα του`χαν χαράξει το γέλιο με βία
προχτές που το βάφτιζαν και το`πανε Ηλιά
του φέραν και δώρο σπασμένη μια κούκλα
να λεν καμιά λέξη να φεύγει η βραδιά
μ`αυτή δε μιλούσε θρηνούσε μια μπούκλα
που της την ξερίζωσαν πέντ`έξι παιδιά
ώσπου ήρθε το τέλος
το τέλος με βία
το βράδυ που λέτε Μεγάλου Σαββάτου
τ`αρπάξαν δυο χέρια -θαρρώ είχε νοτιά-
κι η κούκλα μαζί του σε πάλκο θανάτου
να παίξει τον Ιούδα του βάλαν φωτιά..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου