« ά λ μ π ο υ μ » στην πρώτη όμορφο
μωρό στην δεύτερη
παιδάκι στην τρίτη έφηβος
θαρρώ στην πέμπτη
στρατιωτάκι στην έβδομη
επόζαρες επάνω σ`ένα κάρο στην όγδοη
καμάρωνες με ύφος και τσιγάρο μόνο οκτώ; κι άλλες
οκτώ που πρόλαβες και
είδες με την παρέα στο σταθμό κι οι πρώτες οι
ρυτίδες.. φύγαν και οι
γαμπριάτικες περαστικά απ`το
βλέμμα οι πασχαλιές και οι
γιορτές σα να`ταν όλες ψέμα στο τέλος σου το
πήρανε το άλμπουμ απ`το
χέρι μα δεν μπορούσες
δυστυχώς για να τους κάνεις
ζάφτι “κλαίει ο γέρος”,
άκουσες το`πε ένα περιστέρι κι εκείνοι του
απάντησαν
να
καίνε τα χρόνια μου σαν
άσπρες λαμπάδες αγνά
σαν τα χιόνια γεμάτα
χαρές να
γέρνουν οι έρωτες βαρείς
σαν τα κλώνια κι
εσύ να μ`αρνείσαι πως
πια δε με θες
κι
εγώ να θρηνώ μια σχέση χρονία κι
εγώ να πονώ στις φευγάτες χαρές οι
κόκκινοι έρωτες πεθαίνουν με ανία μα
εμείς ό τι νοιώσαμε λες κι ήτανε χτες
να
φεύγουν τα χρόνια μου σαν
άσπρα γλαρόνια μια
κι ήταν ταμένα σε
ψεύτρες αγκάλες που
λέγαν μη σκιάζεσαι θα
ζήσεις αιώνια μα οι
μέρες μου έφευγαν δεν
κάνανε χάρες
κι
εγώ να θρηνώ μια ζεστή χειραψία κι
εγώ να θυμάμαι πως πια δε με θες οι
κόκκινοι έρωτες πεθαίνουν με ανία
δεν
περιμένει ξένα χέρια ο σταυρός για
σένα φτιάχτηκε, για να σε γονατίσει πίσω
σε πάει κι απ`το βάρος δυστυχώς μέχρι
κι η δόλια η καρδιά σου θα ραγίσει
που
ακούστηκε Αποστόλη Γολγοθάς και με παρέα ; που
συνάντησες το τέλος να`ναι δίκαια μοιρασμένο ; άιντε
σύρε το σταυρό σου κι άσε πίσω τα ωραία ο
καθένας τον δικό του, άκουσε με που στο λέω
δεν
περιμένει ξένα χέρια ο σταυρός για
σένα φτιάχτηκε, σε σένα πάει γάντι και
να θυμάσαι στη ζωή ο ναυαγός δύσκολο
να`βρει να πιαστεί από κατάρτι
που
ακούστηκε Αποστόλη Γολγοθάς και με παρέα ; αν
στο σφύριξαν στ`αυτιά σου, πες το μου κι εμέ το νέο ο
καθένας μας στο βιο του, πρέπει να φερθεί γενναία
με
τα μπράτσα τα δικά του κι όχι με του Κυρηναίου..