Τετάρτη 30 Ιουλίου 2014

« ν ά ρ κ ι σ σ ο ς »

η ζέστη φέρνει πεθυμιές και το γιαγκίνι πόθο,
θα`σκιζα και τις λαγκαδιές μόνο για να σε νιώθω,
θα φύλαγα σε ρεματιές έξι φιλιά γεμάτα,
από το μπρούσκο το παλιό και την φωτιά απ`τα νιάτα.

νάρκισσε, άλλε μου εαυτέ, πόσο πολύ με ξέρεις,
πεθαίνεις κάθε δειλινό και το πρωί υποφέρεις



η ζέστη σέρνει τα κορμιά, σ`εφήμερες κατάρες,
πάρε με πόθε πάρε με και παίξε με εξάρες,
κομμάτιασε το σώμα μου, φιλί φιλί να σβήσω,
πάρε με αφέντη μέσα σου κι εγώ θα σε κερδίσω.


νάρκισσε, άλλε μου εαυτέ, πόσο πολύ με ξέρεις 
πεθαίνεις κάθε δειλινό και το πρωί υποφέρεις..


Παρασκευή 18 Ιουλίου 2014

« για έναν φίλο »




πάει που λες κι ο Παντελής, ο συγκάτοικος του 5ου
νιάτα άφησ`επί γης, σαν λιωμένο σπαρματσέτο
και στην Λαχαναγορά, όπου δούλευε στις κάσες
κλαίνε οι μάγκες στη σειρά, 'τέτοιες τύχες λένε, βράσ`τες'

μάλαμα είχε στην καρδιά, πάντα τρύπιο παντελόνι
και τα χέρια ανοιχτά, για να δίνει ό τι αποσώνει
ο λεβέντης Παντελής, ο συγκάτοικος, ο φίλος
που η καρδιά του ήταν χρυσή κι όλα τ`άλεθε σαν μύλος


πάει κι αυτός εκεί ψηλά, τον Θωμά να συναντήσει
δίχως άχνα, χωρίς μα, την ψυχή του να οδηγήσει
σαν που έβλεπε συχνά στα ατέλειωτα όνειρα του
ένα όνειρο κι αυτός, 'τέλειωσε' μέσ`τα δικά του..

Τρίτη 15 Ιουλίου 2014

« α ε τ ο ί »



πλοία πολλά ναυλώσαμε καθένα μια ιστορία
πορείες υπερήφανες να γράψουμε ζωή
και ρίμες ζωγραφίζαμε ωσάν του Καββαδία
μα για πυξίδα είχαμε όλο μια αναβολή

άνοιξες ανταλλάξαμε με δήμιους χειμώνες
στις τρικυμίες πνίγαμε κάθε αναποδιά
γελούσες και μου έλεγες θα βγούμε Ροβινσώνες
γελούσα και σου έλεγα θα μείνουμε παιδιά

μια μέρα αποφασίσαμε όχι άλλο καράβια
στο όνειρο ν`αράξουμε που τάζει η στεριά
και μόλις συμφωνήσαμε πετάξαμε στ`αμπάρια
όλες τις αναμνήσεις μας μαζί και την καρδιά

και από τότε τριγυρνά στα μέσα μας παράπονο
και από τότε ζώνει μας ένα πικρό γιατί
μια και το ξέρουμε καλά της μοίρας μας το άδικο
να γεννηθούμε σε κλουβιά ενώ είμαστ`αετοί..

Σάββατο 12 Ιουλίου 2014

« μα »


ρίξε κάτι επάνω σου
βγάλε αυτά τα φύκια
της θάλασσας ο έρωτας
γλυκαίνει μ`αρμυρίκια
μα τώρα πέταξ`τα κι αυτά
έλα να σε σκεπάσω
αλμύρα απ`τον ιδρώτα μου
να πιεις να σε χορτάσω
η θάλασσά μας φούσκωσε
φοβάμαι μη σε χάσω
φοβάμαι μη σε χάσω
μέσα της και χαθώ..

Παρασκευή 11 Ιουλίου 2014

« π έ ν θ ι μ ο »



στα χέρια του ξεψύχησε το απόγεμα της Τρίτης
-ήθελε να`ναι καθαρό το άψυχο κορμί της-

το πρώτο που της πέταξε, τα ρούχα του θανάτου
με δάκρυα της έτριψε τα χέρια, και εκείνα,
μια από δω, μια από κει, σαν τα ξερά κλωνάρια
να τον αδράξουν πήγαιναν, μα έχαναν το δρόμο

βασιλικό πήρε μετά κι απόθεσε στα στήθια
σ`αυτά που μέσα φώλιαζε αγάπη για εκείνον
σ`αυτά που μέσα έκρυβε συχνά το πρόσωπο του
σ`αυτά που λαίμαργα έκλεβε την ηδονή απ`τον πόθο

ύστερα μ`άφθονο νερό, τα πόδια, την λεκάνη
και την φωλιά που άλλοτε μέσα της βυθιζόταν
να βρει γαλήνη, ζεστασιά, τον έρωτα ν`αρμέξει

πήρε κατόπιν το καλό φουστάνι απ`τη ντουλάπα
και βάλθηκε ο δύστυχος μόνος να το περάσει
μα πόσο δυσκολεύτηκε από ανυπάκουα μέλη

την έντυσε, την στόλισε, της σταύρωσε τα χέρια
κι αφού την καλοετοίμασε, την φίλησε στο στόμα

«στον ύστατο χαιρετισμό, πρέπει να είσαι μόνος»

..κοντά πενήντα, σκέφτηκε και άνοιξε την πόρτα..

Πέμπτη 10 Ιουλίου 2014

« Κ ε ρ α υ ν ό π λ η κ τ η »

 
πάντα διάλεγα τα κόκκινα
σαν έβγαινα με κεραυνό
να κάνω βόλτα
μου πήγαιναν τα κόκκινα
και δίπλα του καμάρωνα
σαν αστραπή

α ναι
και κόκκινο ασορτί κραγιόν
μα μου το έβγαζε
με τα φιλιά του..

βαρεμένη με φώναζαν
γιατί με έρωτα ήμουν μπλεγμένη
θα σε κάψει, μου έλεγαν
μα δε χαμπάριαζα Χριστό

εγώ το είπα μια φορά
"από κεραυνό θα πάω"

γι αυτό ποτέ δεν βγάζω
τα κόκκινα από πάνω μου

να μ`εύρει έτοιμη
σαν έρθει η ώρα..

« Σπάταλη Ομορφιά »


μικρή τα νιάτα χάρισες την άταχτη εφηβεία
τα πούλησες, τα τσάκισες στο γέρικο το χνώτο
μα τον παρά δεν χόρτασες να πιεις αθανασία
με τρύπια κούπα πάλεψες την δίψα σου γαμώτο

χίλιες νυχτιές επέρασες στου ξεπεσμού κρεβάτια
αυτά που αλλάζουν πρόσωπα πριν έρθει η αυγή
την λεβεντιά σου μόστραρες στων αλλονών τα μάτια
κάτι να δείξεις θέλησες μα πνίχτηκε η κραυγή

λαμέ τσαντάκι ζήλεψες και χρυσαφένια πούδρα
με τη ντροπή σου έβαψες κόκκινα τα μαλλιά
ρυτίδα αντί χαμόγελο, τα πάθη σου στην ούγια
και λάκισμα αδιόρθωτο σε πρόσκαιρη αγκαλιά

κι όταν μιλούν για έρωτα, τότε εγώ το νιώθω
πως ξεγελάς αμήχανα τον κάθε εραστή
βιτρίνα που εκποιήθηκε σε στιγμιαίο πόθο
μοιάζει λατέρνα γέρικη, που ψάχνει αγοραστή..


« Melo-μακάρονα » (Black)


είχε μεράκι του παλιό, σαν θα πεθάνει κάποτε
όρθιο να τον θάψουν
το`λεγε σ`όλο το χωριό και στην αγάπη, την Φιλιώ
που την ιδέα του`βαλε πιο καλά να τον κάψουν

την είχε γκόμενα που λες, σαν χήρεψε απ`τον Χέρκουλες
γιατί ήτανε τριζάτη
πρώτη που φόρεσε φουρό, πρώτη να σέρνει το χορό
μα και στα άλλα κόλπα της, πρώτη και αστεράτη

περνούσανε πολλές βραδιές κεράκια καίγοντας στιγμές
και παλιοαναμνήσεις
Καρέλια κάπνιζαν κι οι δυο, πίναν κονιάκ απ`το φτηνό
και ύστερα επιδίδονταν σε ακριβείας ασκήσεις

πέθανε πρώτος ο Μαθιός, την διαθήκη του ορθώς
έπιασε να εκτελέσει
τον έκαψε αυθημερόν, αφού πρώτα τον θρήνησε
και βάλθηκε την στάχτη του, σε κιούπι να χωρέσει

μόλις θα έμπαινες λοιπόν, πάνω στο σκρίνιο των ετών
θα έβλεπες το «βάζο»
κι όσο το κοίταγε η Φιλιώ, έβλεπε τ`όνειρο πεζό
τον άνδρα που καμάρωνε, παρέα μ`ένα λάζο

έτσι αποφάσισε καθώς, έφτασε ήδη ο καιρός
να κάνει τα σαράντα
έξω από κόλλυβα, γλυκό, να φάει όλο το χωριό
να συγχωρέσει με καφέ, τον άρχοντα τον άντρα

μοιρολογάει η Φιλιώ, δεν έχω κόρη ούτε γιο
τονέ Μαθιό καμάρωνα
πιάνει αλισίβα στο λεπτό, για να χορτάσει ένα χωριό
και με την στάχτη του νεκρού, φτιάχνει μελομακάρονα..


« κοινωνική εκδήλωση »

κοινωνική εκδήλωση σου λέει, πρέπει να πας !
και τον χρόνο ; πως να τον αφήσω πίσω μου ;
μαζί σου θα τον πάρεις..
εκεί θα συναντηθείτε καλεσμένοι και με άλλων τα χρόνια
θα παρελάσουν χωρίς φόβο και πάθος
κάποια, επιμελώς ρετουσαρισμένα
κι άλλα, με την ευγενική χορηγία του πανδαμάτορα

άστα να πάνε στον αγύριστο..
έτσι συμβαίνει όταν κάνουν κοιλιά οι σχέσεις
όταν έχεις να δεις πρόσωπα από το 1821
τι περιμένεις, να βρεις μπροστά σου τζόβενα ;
παπλιάκια και κανκάγιες θα βρεις, σαν ελόγου σου

-να σας ζήσει, να`στε γεροί να την χαίρεστε-

κι όλοι γελάμε - γερνάμε μέσα στων άλλων τις χαρές
κι όλοι, γνωστοί - αγνώριστοι, με σικ γυαλιά ηλίου,
κοιταζόμαστε με προφύλαξη, να μη γνωρίσει ο ένας τον άλλο
λες κι η αλήθεια καταπίνεται αμάσητη

«η αλήθεια, είναι πιο γκουρμέ πιάτο από την εκδίκηση»

μωρά μου..

« ο αθλητής »

σε μια γωνιά έχει ξεμείνει ο αθλητής
αυτός που του`κοψαν το ένα το κεφάλι
σπασμένα όνειρα να βλέπει καταγής
και δαφνοστέφανα σε άδεια πια αγκάλη

κάπου τον είδα να περνά τον αθλητή
τώρα πια σέρνει την κατάρα με τα δόντια
μια και του έπεσε λαχείο αμορτί
γιατί δεν είχε, όπως του`πανε, τα φόντα

έτσι κρατά στην αγκαλιά σφιχτά σφιχτά
μη του την πάρουν, μια παλιά φωτογραφία
το ντοκουμέντο που φωνάζει κι αλυχτά
πως κάπου κάποτε, τον τρόμαζαν τα «θεία»

σε μια γωνιά, χειμώνας έπεσε βαρύς
πάψαν τα τρένα να περνούν από μπροστά του
κι όπως βαρύνανε τα μάτια, ο αθλητής
κατάπιε τα όνειρα, μαζί και την καρδιά του..

Τετάρτη 9 Ιουλίου 2014

« κ ρ ά μ α »



διέγραψε έναν προς έναν, όλους τους εραστές του
όταν αργά κατάλαβε, πως πήγαιναν μαζί του για το χρήμα

αυτός αγάπη έψαχνε και ψάρευε κατάρα
-δεν υπάρχει πια στοργή στις μέρες μας-
ανταλλάζεις το δέρμα σου σε πολύ λίγο χρόνο

φίδι, μέσα σε φίδια

γεύεσαι ψεύτικο ενδιαφέρον και προχωράς στον επόμενο
στον επόμενο.. πίκρα κι από τον επόμενο
καλά τα έγραψε ο Σαλονικιός ποιητής, σκέφτηκε

έβγαλε βιαστικά το καθρεφτάκι, το άλλοθι του
πέρασε λίγο ρουζ, λίγο κραγιόν, λίγη δροσιά, λίγο θάνατο..



« περί ηλικίας κυρίως »



αυτή είναι η αλήθεια..

παίζουν οι άνθρωποι με τα χρόνια, μονίμως των άλλων
λες και αυτοί δεν μεγαλώνουν ποτέ !
έχουν πάντα την «διακριτική περιέργεια» να ρωτούν
την ηλικία των συνανθρώπων τους
- θαρρείς και μένει στάσιμη η δική τους -
και όταν τους πάρει κι αυτούς η μπάλα,
αρχίζουν τα γνωστά ανάλατα, του τύπου, «είμαι όσο φαίνομαι»
ή τα περί συναισθηματικής ηλικίας και τα ρέστα

όχι φίλοι μου, μην αυταπατάστε, όλοι μεγαλώνουμε
κανέναν δεν τον αφορά η ηλικία του άλλου
που αν το γνώριζε κι αυτή, σαν έννοια, θα είχε βγει εκτός εαυτού !

κρύβουμε τα χρόνια μας, γιατί άραγε ; δικά μας είναι..
προσθέτουμε χρόνια στον άλλο, θα κερδίσουμε κάτι ;
μια κακοήθεια μένει, παντρεμένη με μικροψυχιά
μια χαιρεκακία, για το που γερνά ο άλλος,
ενώ εμάς τάχατες, ο χρόνος μας αφήνει ανέγγιχτους

«εκεί που είσαι ήμουνα κι εδώ  που είμαι θα`ρθεις», λέμε

μόνο που το τώρα, δεν το ενδιαφέρει που ήσουν
και πότε θα βρεθεί στο δικό σου παρόν
το τώρα, μαστίζεται από την παράνοια της νιότης !

«να`ταν τα νιάτα δυο φορές, τα γηρατειά καμία»

φεύγουν, πετάνε σαν πουλιά και άπιαστα λογιούνται
αυτό, είναι και το μόνο σωστό της υπόθεσης

γιατί κατά τ`άλλα

η ηλικία του καθενός είναι δική του
μόνιμο σημείο αναφοράς του
σημάδι και λιμάνι του

υγεία να υπάρχει και καλή καρδιά..

« πετάει σαν έρωτας »

καλά, η γυναίκα πετάει..

..του είπες κι έλαμψαν τα μάτια σου για κείνη
σαν το δρεπάνι τ`ουρανού, με πόθο και οδύνη
τ`αλάνι το μισό-λειψό, που ορκίστηκα να κλέψω
να το ξαπλώσω καταγής, να το ξανακουρσέψω

πετάει, το φαντάστηκα και πέταξα στ`αστέρια
χωρίς φτερά, δίχως πανιά, μονάχα με τα χέρια
έτσι, να ζήσω έρωτα, σαν μια τρελή αυταπάτη
αυτόν που ο γδάρτης ο καιρός, τον άφησε σακάτη

κι ως πάφλαζε η θάλασσα χόρευα σαν μαινάδα
στους ήχους κάποιου μπουζουκιού, που έκανε καντάδα
μα σαν τελείωσε ο σκοπός τέλειωσε κι η ζωή μου
μου έσκισε τα σωθικά, τσάκισε την ψυχή μου..

« α ν ε π α ί σ χ υ ν τ α »

Θέλω του τέλους το σενάριο να γράψω
να το κεντήσω και να ρίξω όλα τα σκούρα
μονάχα κάνω υπομονή και επιμένω
πως ένα τέλος δεν κεντιέται με θολούρα

Έτσι λοιπόν με τον Θεό κάνω παζάρια
να μου χαρίσει τα μυαλά μου εν σοφία
και να επιλέξω, τι είν`αυτό που θα σφραγίσει
θνητό κορμί, πριν την στερνή του απολογία

Χρόνια έχω κλείσει στην καρδιά έναν Καβάφη
και μη φαντάζεστε πως κόπτομαι για Ιθάκες
λίγο πολύ αυτές τις έχω μεταλάβει
και πια δεν τρέφομαι με φρούδες αυταπάτες

Για ένα παλεύω, να φυλάξω στο εντός μου
μια αξιοπρέπεια, που μάλλον δεν μου λείπει
κι εκείνα τα όργανα, του "Μυστικού Θιάσου"

προτού η ψυχή μου, πει, πως με απολείπει..