Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2014

« περίληψη ζωής »

« περίληψη ζωής »

τον πήρε μάτι να ξεμακραίνει
από την αμμουδιά
απόλυτα σίγουρη πως ήταν αυτός
γνώριμη περπατησιά
τριαντατρία χρόνια ήταν αυτά
την είχε μάθει

και το στυλ και το κόρδωμα
και το κοίταγμα
- με την άκρη του ματιού -
της ξένης γυναίκας
μη και τον πάρει χαμπάρι

και την μυρωδιά του την ήξερε
τον τρόπο που κάπνιζε
- γιατί το`χε πια κόψει -

ας όψεται η χολή
σκέτη χολή
το όξος ήταν για`κείνη

πάντα ό,τι έκανε του ξίνιζε
από καταβολής γάμου

πατέρα έχασε στα δεκαοκτώ
πατέρα βρήκε στο καπάκι

πέρασαν τα γαμημένα
τα χρονάκια
έτσι απλά, πέρασαν

καθώς μελετά την περπατησιά
κοιτάζοντας τον μέσα από την θάλασσα
νιώθει δυο συναισθήματα

τη συνήθεια που έγινε συνήθεια
και κάτι άλλο που το ξέχασε πια..

πείτε του πως υπήρξε
καλός πατέρας


μόνο αυτό..

Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2014

« Επίσημο Ένδυμα

« Επίσημο Ένδυμα »

ντύθηκε ολόκληρη την απαγορευμένη λέξη
τη φόρεσε κατάσαρκα, συνειδητά, με φιλαρέσκεια.

την τίναξε ναζιάρικα, μαζί με τα μαλλιά της.

της έβαλε κραγιόν φλογάτο,
στύβοντας πάνω της τα φιλιά του.

τη ζωγράφισε με κόκκινο του πάθους.

την έκανε βόλτα στο κορμί,
την απόθεσε χαδιάρικα στις θηλές της.

την έπνιξε στον πόθο της,
την έλουσε μέσα της,
την βάφτισε έρωτα.

κι εκείνη.. εκείνη έκλαιγε.

μπορεί αύριο και να πεθάνω..

Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 2014

« θ ύ μ η σ ε ς »

« θ ύ μ η σ ε ς »
.
κλειστό παράθυρο, σύριζα στο σοκάκι
μπροστά του κάγκελα και σφαλιχτό παντζούρι
εκεί ερωτεύτηκε ο Θεός, μια βουκαμβίλια
και τους την ρίζωσε για να τους φέρει γούρι.

φούξια τα άνθη της γλυκά, να σου γελάνε
και συ να χάνεσαι σε τούρκικους μανέδες.
νοικοκυράδες τα κεντίδια τους κρατάνε
κι όλο μπερδεύουν στα καρέ τους μουλινέδες.

"φεύγα από δω μη σου λιανίσω τα παΐδια",
κρυφογελά και απειλεί τάχα το γιο της.
μα καμαρώνει που` ναι αντράκι με αρχίδια
και συμμαζεύει τον φευγάτο το θυμό της.

μια γειτονιά, μια Παναγιά και μία μάνα.
ένα παντζούρι σφαλιχτό, μια βουκαμβίλια.
ήρθες κι εσύ μέσ`του μυαλού μου την αλάνα,
να μου θυμίσεις τι κοστίζουν δυο σκαμπίλια.

δεν θυσιάζομαι λοιπόν σε αναμνήσεις,
ούτε σε άφιλτρα Κιρέτσιλερ που λες.
μπήκες στο νου σιγά σιγά, να με μεθύσεις
κι αφού με φτιάξεις, να μου πεις μετά, μη κλαις..




Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2014

« ψ υ χ ή »

« ψ υ χ ή »

είναι κάτι βράδια που πολεμά η ψυχή να πει τι την βαραίνει
είναι κάτι βράδια που παλεύει να βγει απ`το κορμί
τον γύρο της πλατείας για να κάνει

να δει τα φώτα, τα σημαιάκια, το σιωπηλό καμπαναριό
να δει τ`αστέρια να πασχίζουν να γητέψουν το φεγγάρι
να δει το νιο να χάνεται μέσα στην αγκαλιά της
να την μεθά από έρωτα, να τον κερνάει πόθο

να δει θέλει τα έμορφα η ψυχή και να μεθύσει
όχι τον πόνο, τη ντροπή, το ξέπνοο το κλάμα
όχι την φτώχεια, τον σεβντά, που κλαίει στα σκαλοπάτια

μόνο τα ωραία θε να δει, μ` ό τι της απομένει
κι αφού τα δει, να τα γευτεί όσο μπορεί και φτάνει

πριν στο σαρκίο ναυαγός, μπει να ξεχειμωνιάσει..

Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2014

« ωσάν το σπαρματσέτο »

« ωσάν το σπαρματσέτο »

φωτογραφίες απ`τα παλιά συνέχεια ξεθάβει,
μέσ`απ`το άλμπουμ το φτηνό το χιλιοξεσκισμένο.
την ζελατίνα του κολλά κι ένα τσιγάρο ανάβει,
σπονδή στα νιάτα με καπνό διπλοβασανισμένο.

ύστερα μία ρουφηξιά ελληνικό και σκέτο,
''πως πέρασε ρε μάγκα μου ολόκληρη ζωή''
την ξόδεψε, την έκαψε, ωσάν το σπαρματσέτο
κι όσο κι αν κλάψει σαν παιδί, πλέον δεν ωφελεί.

κατόπιν το χαπάκι του, την πίεση να ρυθμίσει
και μια βλαστήμια στα βουβά πλανιέται στο μυαλό.
πάλι θα πάει σήμερα τα χρέη να κανονίσει,
μακάρι να`χει άγιο, μη πέσει σε ''κουλό''.

και από τώρα σκέφτεται τι αύριο θα κάνει.
''ανάθεμα πως γέρασα και έχω εμμονές''
μεθοδικά τη φάτσα του στο ίντερνετ την βάνει,

που του μιλά, ''δεν γέρασες, θα φταίει ο καφές''

Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2014

« κλέψε με »

« κλέψε με »

κλέψε με
πάρε κάτι δικό μου παρέα να γερνάς
κι απάνω του να γέρνεις την χαρά σου
κλέψε με
πάρε το βλέμμα μου να βλέπεις να γελάς
και την ευχή μου σαν ανοίγεις τα φτερά σου
μα άφησε μου κάτι δικό σου
την μυρωδιά σου απ`το κορμί
ένα σου λάθος, το όνειρο σου
άστα και φύγε πριν την αυγή
κλέψε με
πάρε μαζί τα ποιήματα μου για παρέα
μία παλιά φωτογραφία ερωτική
κλέψε με
όχι στο τώρα, μα όταν ήμουνα πιο νέα
και το φιλί μου ήταν για σένα φυλακή
μα άφησε μου κάτι δικό σου
άσε τον ίσκιο σου στο προσκεφάλι
θα το αντέξω το βάσανο σου

μα μη γυρίσεις κοντά μου πάλι..


Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2014

« ο λύκος ο κακός »

« ο λύκος ο κακός »

τελικά, μόνο ο λύκος ο κακός με κάνει και νοιώθω γυναίκα,
με δαγκάνει γλυκά και μου ξυπνά ό τι απέμεινε εν ζωή,
εσύ με έχεις μόνιμα στη γυάλα με την φορμόλη,
εκείνος μπαίνει μέσα μου και πάμε μαζί για κυνήγι,
εσύ πάλι, περιμένεις στ` αρωματισμένα στρωσίδια σαν τη γιαγιά,
κάθε μέρα μου κάνει έρωτα ο λύκος μου ο κακός,
κι αν ξεχάσει, μου τον δίνει διπλό την επόμενη,
σιγά σιγά άρχισα και βγάζω τρίχωμα,
θαρρώ, μοιάζω με λύκαινα

να με φοβάσαι..




Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2014

« Σ α ν »

« Σ α ν »


πάλι ξανά ανατολή για να ριμάρει με φιλί
κι ο ήλιος να καυχιέται ότι γράφει !
έτσι ξεκίνησαν πολλοί, για το μετρό, για το γιαπί
και κάποιοι λίγοι τυχεροί για την Ανάφη

είναι κλεμμένα τα μισά και όλα τ`άλλα δανεικά
και πες του ήλιου χαιρετίσματα από μένα
δεν βάφεται η ανατολή σαν κοκκινίζει με φιλί
ούτε μ`ενός το αίμα, η αρένα

πάλι χαμένη η ανατολή, ξεψύχησε και το φιλί
γιατί είδε η μπογιά του δεν περνάει
πόνο τεράστιο έχει η γη, τι να της κάνει το πολύ

μια κι έμαθε στο λίγο να γερνάει..


« τ ρ υ φ ε ρ ό »

 « τ ρ υ φ ε ρ ό »



παλιό μου ποίημα
πόσο φτωχό μου φαίνεσαι, πόσο μικρό και λίγο
είπα λοιπόν να σε διορθώσω
να σου κάνω ένα μίνι λίφτιγκ για ν`αστράψεις
να σου βάλω λίγο κραγιόν να σε φωτίσει
να σου ζωγραφίσω τα βλέφαρα με χρώματα
να σε στιχώσω πατόκορφα !

μα εσύ αρνήθηκες
μου είπες πως αν το κάνω, είναι σα να πουλώ
τα όσα αισθάνθηκα όταν σ`έγραφα
σα να στήνω στο απόσπασμα τα δικά μου χρόνια
που πέρασαν από μέσα σου καταλυτικά

δεν δέχτηκες ποίημα μου να σε αλλάξω
συμφώνησες πως ωρίμασα σαν άνθρωπος
αναγνώρισες πως ίσως γράφω καλύτερα
αλλά εσύ θέλησες να παραμείνεις
όπως σε άφησα με αγάπη
να υπάρχεις όπως σε σμίλεψε το χέρι μου
πριν βρούνε την καρδιά τα πρώτα χιόνια

ας είναι, με έπεισες, δεν σ`αγγίζω
ζήσε εσύ στην αιώνια νιότη σου
κι άσε με να πορευτώ μ`αυτά που μου`ταξαν


τα χρόνια..

« Γ Υ Ν Α Ι Κ Α »

« Γ Υ Ν Α Ι Κ Α »


Γ υναίκα είναι θηλυκό , γυναίκα είναι μάνα , γυναίκα είναι
η ζωή κι ο έρωτας αντάμα

Υ πομονή την προίκισε η φύση και σοφία , γυναίκα είναι
η αρετή , μαζί και η κακία

Ν α τηνα και στον πόλεμο κάργα αρματωμένη , να ζει ποθούσε λεύτερη και όχι σκλαβωμένη

Α λλά πολλοί την δίκασαν γι αυτή την λεβεντιά της, που`θελε αξιοπρέπεια να δώσει στα παιδιά της

Ι ση προ ίσους μέτρησε όλα τα βήματα της , στην ιστορία έμειναν τα κατορθώματα της

Κ αι πάλι όταν τάχθηκε σ`άλλους τομείς να δώσει , επάξια το βάρος των μπόρεσε να σηκώσει

Α νδρες , γι αυτά και μόνο αυτά , αξίζει την τιμή σας ,

η μάνα , η γυναίκα σας , η φίλη , η αδελφή σας..

"μια συνηθισμένη ιστορία"

"μια συνηθισμένη ιστορία"



" Είσαι η γυναίκα που αν την είχα θα καθόριζε τη ζωή μου "

της είπε.. ή μάλλον της το έγραψε..
κι εκείνη, το άφησε ανέπαφο, για να θυμάται..

όχι, μη φανταστείτε πως την αγαπούσε
-εξ άλλου είχαν μια σεβαστή διαφορά ηλικίας-
αλλά μάλλον τον συνάρπαζε να κάνει σεξ μαζί της
μια και τον περιέβαλε με "πρόστυχη στοργή"
τον ταξίδευε στα στέκια του βρώμικου μυαλού της
κι ενώ πήγαινε με άλλες γυναίκες, κάθε, μα κάθε φορά,
την ώρα της λύτρωσης, την έφερνε στο μυαλό του
και τότε, η άλλη γυναίκα, ένιωθε να την αλώνει ένας ταύρος
με το πρόσωπο ενός άντρα που μπαίνει και μένει μέσα της

έτσι ακίνητος, για ώρες..

την ρώτησα πολλές φορές αν τον ήθελε,
αλλ`απάντηση δεν πήρα.. πάντα άλλαζε κουβέντα
μα όταν αναφερόταν στο όνομα του, έπαιρνε όψη άγρια
θαρρείς και η λάβα που ξεχείλιζε στα σπλάχνα της
ήθελε να εκτονωθεί, πάνω του και μέσα του και και
και να του κάψει το βλέμμα το λάγνο, μαζί με το τσιγάρο
που μόνιμα άναβε, όταν την άναβε για να την σβήσει..

κάποτε σταμάτησαν να επικοινωνούν,
την πήρε μέσα του οριστικά κι εξαφανίστηκε
κι αυτή, όταν έπεφτε σε άλλες αγκαλιές, πάντα θυμόταν
τα δικά τους γούστα, μέσα σε φτηνά μοτέλ, πάνω σε παλιές καριόλες
που έτριζαν μοιρολατρικά στο σμίξιμο των κορμιών τους
των κορμιών που ποτέ δεν αγγίχτηκαν στ`αλήθεια..

αν και όπως έλεγε κάποτε,

ήταν η γυναίκα που αν την είχε, θα καθόριζε τη ζωή του..

" π λ ά ν η "


" π λ ά ν η "


δε θ`αργήσει η μέρα να σε μάθουν
του έλεγαν
κι αυτός ζωγράφιζε μόνο αστέρια

ώσπου ένα φεγγάρι τον ξεγέλασε
και βρέθηκε να κρέμεται από τα χείλη του

έτσι τον βρήκαν να αιωρείται
εκεί ψηλά στην οροφή

να προσπαθεί να ξεκρεμάσει το φεγγάρι..

" Δεύτερη Ζωή "


 "Δεύτερη ζωή"


ζηλεύω τα ταξίδια σου, ζηλεύω το τσιγάρο
που σεργιανά στα χείλη σου και σε γλυκοφιλά
και θέλω σαν ανάμνηση μαζί μου να σε πάρω
σαν μια εικόνα του μυαλού, που γνέφει, δε μιλά

ζηλεύω κάθε τι μικρό, ζηλεύω την ρουτίνα
αυτή που την μοιράζεσαι με άλλη αγκαλιά
και κρύβομαι σαν το παιδί πίσω από μια κουρτίνα
ή πίσω από το βλέμμα σου, τα μάτια τα μελιά

ζηλεύω την κορμοστασιά, την αύρα, τη σκιά σου
όταν σε βλέπω να περνάς ωσάν την αστραπή
πόσο να ξέρεις θα`θελα να ήμουνα σιμά σου
να φίλαγα τα δάχτυλα μέχρι την άλλη αυγή

να φίλαγα και να`παιρνα στα χέρια μου το χέρι
αυτό που δίνει έρωτα στα τάστα και πνοή
και να μην υπολόγιζα καθόλου τι θα φέρει

η αφορμή να σ`αγαπώ σαν δεύτερη ζωή..


« α υ τ ο δ ι ά θ ε σ η »

« α υ τ ο δ ι ά θ ε σ η »


στο περβάζι της γερμένη
και αναμνήσεις σωρηδόν
πάντα επίσημα ντυμένη
με σατέν κομπινεζόν

χρώμα μαύρο, όλα μαύρα
κι από μέσα η ψυχή
σ`όλους έστελνε μια αύρα
και σ`αυτήν, μια αντοχή

είχε κλείσει τα καμπόσα
μυστικά, πάση θυσία
κι όταν την ρωτούσαν πόσα
την βαρούσε αμνησία

μα όταν σφάλιζε τα στόρια
έφτυνε υπομονή
και ποθούσε τα μαστόρια
στο απέναντι γιαπί

έτσι πάντα στον καθρέφτη
συντροφιά για να χαρεί
εξασφάλιζε τον “ψεύτη”
για να κάνει ό τι μπορεί

και κατέβαζε με σκέρτσο
την φθαρμένη την τιράντα
κοροιδεύοντας τον “τέρτσο”
σαν κρατούσε την αβάντα

την αβάντα, το φινάλε
του μυαλού τις ενοχές
και το σάλτο το μορτάλε

στου κορμιού τις αντοχές..


Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 2014

“πάντα το σώμα σου μου θύμιζε βιολί “

“πάντα το σώμα σου μου θύμιζε βιολί “



πάντα το σώμα σου μου θύμιζε βιολί
κι όταν δινόσουν για να παίξω μελωδία
τότε τα έχανα σαν άγουρο παιδί
που προσπαθεί δίχως να ξέρει μουσική
να βγάλει νότες με λαχτάρα κι αγωνία

κι εσύ γελούσες και με κοιτούσες
ίσα στα μάτια, μέσα στο φως
κι έλεγα μέσα μου πως ήσουν τάχα
ίδια η κόλαση ή κι ο Θεός

πάντα το βλέμμα σου μου θύμιζε φωτιά
που προσπαθούσα να μη σβήσει ο αγέρας
έκαιγα μέσα της αισθήματα ακριβά
να με ζεστάνω, να μη νοιώθω μοναξιά
μα πάντα σ`έχανα, σαν ήχο μιας φλογέρας

κι εσύ γελούσες και με κοιτούσες
έλεγες τάχα δε θα χαθείς
ήμουν ο έρωτας που λαχταρούσες
ήσουν το ψέμα όλης της γης


πάντα το σώμα σου μου θύμιζε βιολί..

" ν τ ε λ ή ρ ι ο "


« ν τ ε λ ή ρ ι ο »

αλήτη μου

αριστοκράτη αλήτη μου
μία φιγούρα ντελικάτη
και με το πάθος του αντάρτη
έξω απ`την σκήτη μου

αλήτη μου

μια φινετσάτη έχεις όψη
σαν μαχαιριά
και όπου κόψει

αλήτη μου

έλα κοντά μου να γευτείς
τ`άγρια μέλια μου
τα θεοπόνηρα απ`το στόμα
κοκκινέλια μου

ψηλαφητά, μια με τα δάχτυλα
τα χίλια σου
μια με τα χείλια μελωμένα
από την ζήλια σου

αλήτη μου

πρόστυχε πόθε
έρωτα αγύρτη μου
και μάτωσε με..

« δικό μου »

« δικό μου »

σκληρύναν τα κόκκινα, γίναν μπορντό
κι εγώ της ζωής μου τις ώρες φορώ
σε φιάσκου γιορτή να ντυθώ αρλεκίνος
με μάσκα κακιά, σα να είμαι εκείνος

ν`ανοίξω κρασί να μεθύσω άσπρο πάτο
εγώ κι ο θυμός σε ταξίδι φευγάτο
αυτόν εραστή να κοιτώ μέσ`τα μάτια
μετά το ταγκό, θα τον κάνω κομμάτια

κι αν κλαίει η μέρα για μένα που χάλασα
το ξέρουν τα κύματα κι όλη η θάλασσα
κι αν είν`ερωτόλογα κι αυτά ανορθόγραφα

πονούσε το γράμμα την ώρα που το`γραφα.

« φωτογραφίζοντας εμένα »

« φωτογραφίζοντας εμένα »

πάντα παίζω με μια φωτογραφία
πάντα ρισκάρω τον φακό μου σε πιθανότητες
πολλές φορές στήνω δικό μου σκηνικό απελπισμένος
άλλες πάλι μπαίνω μέσα στην εικόνα, νοερά
κάποτε την ικετεύω να με προσέξει

αγαπώ την εικόνα όταν διαπερνά το βλέμμα μου
όταν σιωπηλά σφάζει την ψυχή μου
ζω μέσα της, της παραδίνω το είναι μου
ποντάρω στην ακρίβεια της στιγμής
στοχεύω στο μέλλον της αγάπης μας

"συνουσιάζομαι μαζί της, ποτέ δεν ασελγώ πάνω της"

λατρεύω το ότι μου δίνεται να την σεργιανίσω
με εξιτάρει το απρόβλεπτο της σχέσης μας
με δονεί το παράτολμο της έμπνευσης
σαγηνεύομαι από την εξέλιξη μου μέσα της

κι άλλα πολλά θα μπορούσα να γράψω
γι αυτό μου τον έρωτα τον κρυφό
που αναίσχυντα ξεδιπλώνω στα μάτια σας


είμαι μόνο ένας ερασιτέχνης φωτογράφος..

« σαν το κερί »

« σαν το κερί »


σαν το κερί είπες να λιώσουμε
μαζί και ας πονέσουμε
μόνο εκεί θα βρουν τη λύτρωση
οι καρδιές μας
μόνο εκεί θα ενωθούν
κι ίσως αντέξουμε
του έρωτα τις κρύες
τις βραδιές μας

ρίχτηκα πρώτη στη φωτιά
και κάηκα
μα εσύ φοβήθηκες ν`ακολουθήσεις
λιπόψυχε άντρα
κάηκα μόνη μου για σένανε
και έλιωσα
κορμί ψυχή τα χέρια
να γεμίσεις

ύστερα πήρες έπλασες ομοίωμα
και φύσηξες ανάσες
πόθου αμείωτες
στης μοναξιάς σου τις στιγμές
τις ατελείωτες

σαν σατανάς !

την ομορφιά μου να τρυπάς
και να την δένεις με κλωστές
του έρωτα σου
και να ρωτάς
πονάς ;
κι αυτή να λέει
ναι, πονώ
μα η καρδιά
άρχισε πάλι να χτυπά

στα χέρια τα δικά σου..


« καλημέρα σας »

« καλημέρα σας »

μη παίρνετε τοις μετρητοίς για το «τι λέει ο ποιητής»
απλά διαβάστε ό τι απλόχερα έχει γράψει
βάλτε μετά στην πυροστιά, πολλά αισθήματα βαθιά
απ`την δική σας την ψυχή φωτιά ν`ανάψει

έχουν γραφεί κι έχουν γραφεί, χιλιάδες λέξεις στο χαρτί
και ο καθένας κάτι έχει στην καρδιά του
μη παίρνετε τοις μετρητοίς για το τι λέει ο ποιητής
ή πως τα ποιήματα γι`αυτόν είναι παιδιά του

κι αν εννοήστε τι και πως ή το αισθανθείτε ακριβώς
ο ποιητής, έχει εκπληρώσει τον σκοπό του
γιατί σας χάρισε ακριβά, φευγάτα όνειρα, τρελά

σαν σας σεργιάνισε στο άπιαστο όνειρο του..

« π έ τ ρ ε ς »


« π έ τ ρ ε ς »


η μια την βρήκε στην καρδιά, η δεύτερη στα μάτια
η τρίτη στο χαμόγελο, της το`κανε κομμάτια
μ`αν έσκυβες επάνω της, αυτή γελούσε ακόμα
κι έβαφε με το γέλιο της, το “σ`αγαπώ”, στο στόμα

σαν σίμωνες ν`αφουγκραστείς, κει π`όνειρα χτυπούσαν
δυο μαυροπούλια έκλαιγαν και την μοιρολογούσαν
στο τέλος τρεις την έσυραν να την επαραχώσουν
και γύρισαν στα σπίτια τους, το άδικο να "σώσουν"

το έγκλημα, είναι λεκές, όπου έβαψε τα στήθια
κι απ`όπου βγαίνει η ψυχή, βγαίνει και η αλήθεια
μ` αυτή η δόλια που γελά, ακόμα και στο μνήμα

"γυναίκα είμαι", τραγουδά και συγχωρνά το κρίμα..

" λούνα πάρκ "

" λούνα πάρκ "

πάνε με στο λούνα παρκ, ρίξε με μέσ`τους καθρέφτες
η ζωή μου ένα κλακ και οι πόρτες όλες ψεύτες
στο απαίσιο λούνα παρκ, με τους φαντεζί καθρέφτες

κι αν με δεις να μπερδευτώ, πέτα μίτο να κυλίσει
κόκκινη κλωστή να βρω, η ζωή να ξαναρχίσει
να μη θέλω για να βγω, φτου κι απ`την αρχή ν`αρχίσει

στο απαίσιο λούνα παρκ, με τους φαντεζί καθρέφτες
την ζωή μου είδα ψες, να την κλέβουν κάτι κλέφτες

σπάσαν πόρτες μ`ένα κλακ, σπάσανε και τους καθρέφτες..

" π ό δ ι α "

" π ό δ ι α "

..μόνο πόδια !
χιλιάδες πόδια..

πόδια όλων των φύλων και ηλικιών
δε χόρταινε να ζωγραφίζει πόδια
σε όλες τις στάσεις και στιγμές

πόδια σε κάθε απόχρωση

καθαρά ή λερωμένα
γυμνά ή με υποδήματα
κομψά ή άγαρμπα

πληγωμένα πόδια..πληγωμένα..

πόδια πάντοτε μονά..
πόδια πάντοτε μόνα..
(αυτό την τάραζε πιο πολύ)

..από τα χαράματα ζωγράφιζε..
ώρες ατέλειωτες..

άλλοτε με μια θλίψη στο πρόσωπο
και άλλοτε με μια δυσδιάκριτη ακτινοβολία
όμως, παρέμενε σταθερή στο θέμα της -

μόνο πόδια !

..κουράστηκε κάποτε να ζωγραφίζει..
το στομάχι διαμαρτυρήθηκε -
είπε να τσιμπήσει κάτι πρόχειρο..

και τσούλησε το καρότσι της

να βρει κάτι να φάει..

« κυδώνι γλυκό »


« κυδώνι γλυκό »

κλαίγαν σαν τα μαχαίρωσε του Νοέμβρη τα κυδώνια
κοντά πενήντα χρόνια στο ίδιο το δεντρί
μ`αυτή τον τρίφτη έπιασε γρήγορα να τελειώνει
τα δάκρυα να μελώνει με τόσο υπομονή

στο χέρι της απόμειναν στο τέλος κουκουτσάκια
και μέσα στα μεράκια στον τρίφτη τον χρυσό
συγκίνηση πριν φέξει δραχμές έγραφε έξι
και μαρτυρούσε πάνω τον αιώνα τον μισό

κληρονομιά στο χέρι του χρόνου το νυστέρι
ο ξύλινος ο τρίφτης την σάρκα να τρυπά
να κλαίνε τα κυδώνια που πόνεσαν στα χρόνια

κι αυτή γλυκό να φτιάχνει στον που δεν αγαπά..

« k i s s »

« k i s s »

συνέχισε να τους βλέπει να φιλιούνται
άθελα δάγκωσε τα χείλια της
έτσι θα ήθελε να την φιλήσουν
να της τα κατασπαράξουν
ακόμα και να ματώσει
δεν την πείραζε

με τρόπο έφερε το χέρι στο μάγουλο
ψηλάφισε το πρόσωπο
πόσα χρόνια πέρασαν
χωρίς να δεχτεί ούτε ένα χάδι

πόσα..

αλλ`αυτή είχε κολλήσει στο φιλί του ζευγαριού
προσπαθούσε να μπει στο πετσί του ρόλου
και να φιλήσει την κοπέλα
όπως θα της άρεσε να την φιλήσουν

αρχικά απαλά και τρυφερά, αναγνωριστικά
στων χειλιών τις απολήξεις
και μετά βίαια, καταστροφικά
να της πάρουν την ανάσα

δάγκωσε ξανά τα χείλια
πικρό κατέβηκε το σάλιο και την έκαψε

η μοναξιά είναι εφεύρεση, σκέφτηκε


κι έκλεισε το παράθυρο..